περικαθάπτειν

περικαθάπτειν
περικαθάπτω
fasten
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περικαθάπτω — Α 1. αναρτώ γύρω γύρω, κρεμώ κάτι ολόγυρα («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῑς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς» Πλούτ.) 2. αναποδογυρίζω 3. εγκλείω 4. περικλείω, περιβάλλω 5. μέσ. περικαθάπτομαι α) προσδένω κάτι στο σώμα μου β) φορώ κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”